-
1 газовый
газовый 1επ.1. του αερίου, του φωταερίου•-ое освещение φωτισμός με φωταέριο•
газовый зевод εργοστάσιο (παραγωγής) αερίου, αεριοφωτοποιείο•
газовый рожок καυστήρας φωταερίου, μπέκ•
-ая плита γκαζοσυσκευή•
газовый счетчик γκαζομετρητής, ωρολόγι γκαζιού•
-ое отопление θέρμανση με φωταέριο.
2. χημικός•-ая воина χημικός πόλεμος.
εκφρ.- ая гангрена – χημικά εγκαύματα•- ая сварка – αυτογενής συγκόλληση, οξυγονοκόλληση•- ая резка – (για μέταλλα) κοπή με οξυγόνο η αυτογενής.газовый 2επ.από γάζα•-ое платье φόρεμα από γάζα.
-
2 газовый
газов||ый Iприл τοῦ ἀερίου, τοῦ γκαζιού:\газовыйая плита ἡ γκαζιέρα (или ἡ γκα-ζομηχανή) μέ φωταέριο· \газовый счетчик τό γκαζόμετρο· \газовый завод τό ἐργοστάσιο φωταερίου· \газовыйое освещение ὁ ἀεριοφωτισμός.газовый IIприл (о ткани) ἀπό γάζα. -
3 газовый
του αερίουτου φωταερίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > газовый
-
4 газовый
[γκάζαβυΐ] επ. του αερίου -
5 газовый
[γκάζαβυϊ] επ του αερίου -
6 баллон
1. (ёмкость) το δοχείο, η φιάλη- κινδύνουпротивопожарный ав. - της πυρόσβεσηςпусковой ав. - εκκίνησης2. (часть электровакуумного прибора) о βολβ/ός, το περίβλημα 3. (шина автомобиля) о αεροθάλαμος 4. (аэростата) η αερόσφαιρα (του αερόστατου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > баллон
-
7 водоподогреватель
ο θερμαντήρας ύδατος/νερούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > водоподогреватель
-
8 воздухоподогреватель
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > воздухоподогреватель
-
9 двигатель
1. (машина, превращающая какой-л. вид энергии в механическую энергию) о κινητήραςтепловой - о θερμοκινητήρας, η θερμοδυναμική μηχανή2. (внутреннего сгорания) η μη-χαν/ή εσωτερικής καύσεως (Μ ΕΚ)· * включать - θέτω τη - σε κίνηση/λειτουργίαβάζω εμπρόςτη -выключать - διακόπτω/σταματώ τη λειτουργία της - ής -- σταματάавиационный - των αεροσκαφών, ο αεροπορικός κινητήρας- με ζύγωμα, κο-роткоходный - βραχείας διαδρομήςкрейц-копфный - με σταυρό/ζύγωμαопытный - δοκιμαστική -, πειραματική -реверсивный - της αναστροφής, αναστρέψιμη -резервный - εφεδρική -, ρο-тативный - περιστρεφόμενη -- с V-образным расположением цилиндров - της διάταξης/του σχήματος Vтепловой - θερμική -, η θερμική ή θερμοδυναμική μηχανή3. (реактивный) η αεριο-προωθητική μηχανή, η μηχανή προώθησης της αντίδρασηςгазотурбинный - о αεριοστροβιλοκινητήρας, ο αεριοστρόβιλοςтурбовентиляторный - см. турбореактивный двухконтурный -турбовинтовой - ав. о ελικοστροβιλοκινητήρας, το τουρμποπρόπ (ξεν.)турбореактивный двухконтурный - (ТРДД) о στροβιλοαντιδρα-στήρας διπλής ροής, ο στροβιλοανεμιστήραςтурбореактивный - с форсажной камерой сгорания (ТРДФ) о στροβιλοαντιδραστήρας με μετακαυστήρα4. (электрический) о ηλεκτρικός κινητήρας, ο ηλεκτροκινητήρας 5. (атомный) η ατομική μηχανή, η λειτουργούσα μέσω ατομικής ενέργειας μηχανή 6. (внешне-внутреннего сгорания) η μηχανή εξωτερικής-εσωτερικής καύσεως· паровой - η ατμομηχανή, ο ατμοκι-νητήρας 7. (ветряной) о ανεμοκινητήρας, η Αιολική μηχανή 8. (вечный) το αεικίνητοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > двигатель
-
10 карбюризатор
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > карбюризатор
-
11 паяльник
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > паяльник
-
12 термометр
το θερμόμετροобразцовый - см. нормальный -самопишущий - о θερμογράφος, αυτο-γραφικό -термоэлектрический - θερμοηλεκτρικό -, το πυρόμετροРусско-греческий словарь научных и технических терминов > термометр
-
13 холодильник
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > холодильник
-
14 дебитомер
το όργανο μέτρησης της εκροής/απόδοσηςгазовый - του αερίου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дебитомер
-
15 пузырь
1. (вздутие) το εξόγκωμα, η φου-σκάλα, το οίδημα(волдырь) η φλύκταινα, ο πομφός2. (наполненный воздухом или газом шарик, возникающий в жидкой массе) η φυσαλλίδα, η φουσκάλα 3. анат. η κύστηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пузырь
-
16 редуктор
1. (зубчатая передача) о υπο-πολλαπλασιαστής 2. (прибор для редуцирования газа или жидкости) о ρυθμιστής (μείωσης) της πίεσηςацетиленовый (св.) - της ασετυλίνηςгазовый (св.) - του αερίουдвухкамерный - με δυο θαλάμους/βαθμίδεςкислородный (св.) - οξυγόνουоднокамерный - με ένα θάλαμο/μια βαθμίδαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > редуктор
-
17 резак
1. (широкий нож) το κοπίδι 2. (св.) η συσκευή κοπήςгазовый - του αερίου (π.χ. οξυγόνου)3. с.-х. το μαχαίρι, ο κοπτήρας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > резак
-
18 счетчик
ο μετρητής2. (учётчик груза) мор. о σημειωτήςο καταμετρητής, ο μετρητής των φορτίωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > счетчик
-
19 фактор
ο συντελεστήςο παράγωνο παράγονταςгазовый (нефт.) - η σχέση παραγωγής (εξόρυξης) του αερίου/πετρελαίου (м3{}т{})человеческий - ο ανθρώπινος παράγων/παράγονταςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фактор